εξάπλεθρος

εξάπλεθρος
ἑξάπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + πλέθρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑξάπλεθρον — ἑξάπλεθρος of six masc/fem acc sg ἑξάπλεθρος of six neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίπλεθρος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων ή που βρίσκεται σε απόσταση ή σε έκταση τριών πλέθρων («ἥξετε ἐπὶ Ἶριν, τρίπλεθρον ὡσαύτως», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλέθρον (πρβλ. ἑξάπλεθρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”